αλαχτάριστος

αλαχτάριστος
-η, -ο [λαχταριστός]
1. αυτός που δεν τόν επιθυμεί κανείς υπερβολικά, μη λαχταριστός, μη επιθυμητός
2. αυτός που δεν λαχτάρησε, που δεν υπέστη έντονες συγκινήσεις
3. (το ψάρι) που δεν λαχταράει, δεν σπαρταρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλαχτάριστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός τον οποίο δε λαχταρά κανείς: Έλειπε πολλά χρόνια και πίστευε πως στον τόπο του ήταν πια αλαχτάριστος. 2. αυτός που δε δοκίμασε μεγάλες συγκινήσεις, λαχτάρες: Πολύ λίγες μέρες είχε περάσει αλαχτάριστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”